Προσωπικό Ένα




Περπατάω μόνος.
Ο δρόμος είναι άδειος και σκοτεινός.
Είναι μέρα ή νύχτα? Δεν μπορώ να καταλάβω.

Ο ουρανός μουντός. Ένα γκρίζο χρώμα που σε κάνει να ανησυχείς χωρίς να μπορείς να καταλάβεις γιατί. 
Τα κτήρια φαίνονται άδεια και τα αυτοκίνητα σε αχρηστία για καιρό.
Σιωπή.
Λες και όλα έχουν σταματήσει.
Γύρω μου έχει παγωνιά αλλά δεν νιώθω κρύο.

Κατηφορίζω και αναγνωρίζω το κτήριο μπροστά μου.
Είναι το γυμνάσιο που πήγαινα ή μήπως όχι?
Η μνήμη μου είναι μπερδεμένη, λες και δεν μπορεί να ξεχωρίσει την αλήθεια.
Οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν και μένει ένα κενό στην θέσεις τους.

Προσπαθώ να θυμηθώ. Την ίδια ώρα μια σκιά εμφανίζεται στην γωνία.
Πλησιάζω. Σταματάω. Στέκομαι και παρατηρώ.
Κάτι μου είναι γνώριμο σε αυτή την σκιά.
Προχωρώ και όσο πηγαίνω πιο κοντά αυτή η σκιά παίρνει σχήμα, χρώμα.
Σχηματίζεται το πρόσωπο, τα μαλλιά ξεχωρίζουν και κάτι κρατάει στα χέρια.
Έναν φάκελο.
Έπειτα η σκιά παίρνει την μορφή αυτής που θυμάμαι να είναι η καθηγήτρια των αγγλικών μου τοτε.
Μια συμπαθητική γυναίκα που ήξερε όμως να θέτει όρια.

''Γεια σας''. Δεν απαντάει.
''Καλημέρα κυρία''. Γυρνάει και με κοιτάει.
''Καλημέρα παιδί μου'' απαντάει άψυχα.
Δεν με αναγνωρίζει και είναι ξεκάθαρο.
''Τι κάνετε εδώ?'' την ρωτάω.
''Μα δεν βλέπεις? Καταγράφω τις αλλαγές στο λύκειο'' μου απαντάει.

Αυτό δεν ήταν το λύκειο. Ήμουν σίγουρος.
Όμως η ματιά της είναι λες και μου τονίζει ότι κάνω λάθος και ότι κάτι δεν πάει καλά με μένα.
Η γυναίκα που αναγνώρισα ως καθηγήτρια μου χάνεται σε μια στιγμή. 
Νιώθω μια ζαλάδα και η γη από κάτω που τραντάζεται.
Χάνεται ο κόσμος μπρος στα μάτια μου ή είναι το μυαλό που δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα?
Ούτε καν αυτό που βλέπει αυτή την στιγμή.

Με πιάνει πανικός. Τα κτήρια χάνονται και σκιές εμφανίζονται στην θέση τους.
Μεγαλώνουν και κρύβουν τα πάντα.
Θέλω να φωνάξω ότι δεν θυμάμαι τίποτα, μα η φωνή μου αρνείται να με βοηθήσει.

''Τίποτα. Δεν έχεις πάθει τίποτα'' μου απαντάει μια φωνή.
Ένα χέρι με πιάνει στον ώμο.
Γυρνάω και είναι ο πατέρας μου.
Γερασμένος και γεμάτος πόνο.
Τα μάτια του είναι ψυχρά, γεμάτα θλίψη.
'Έλα μαζί μου'' μου λέει.

Χωρίς να προχωράω τον ακολουθώ και όλα χάνονται γύρω μου.
Λες και όλα ξεθωριάζουν. Όλα διαγράφονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

''Αυτό που έχει αξία τώρα είναι το μαύρο'' ψιθυρίζει ο πατέρας μου.
''Που είναι η μάνα μου? Γιατί είσαι μόνος?'' τον ρωτάω.
''Όλα είναι μαύρα. Έτσι πρέπει να είναι από εδώ και πέρα'' μονολογεί.
''Μπαμπά, που είναι η μαμά? Γιατί δεν απαντάς?'' και καταλαβαίνω ότι δεν μιλάω. Φωνάζω.
Γυρνάει και με κοιτάει. Πέφτει στα γόνατα και δεν χάνει το βλέμμα μου.
''Ξέρεις που είναι όπως ξέρεις που είσαι και εσύ'' μου λέει όσο πιο άχρωμα μπορεί.
''Τι εννοείς'' του απαντάω αλλά ταυτόχρονα δεν θέλω να ακούσω την απάντηση. Ξέρω το τι θα πει και είναι άδικο. Δεν μπορεί να συμβαίνει.

''Η μαμά σου δεν μπορεί να είναι εδώ γιατί κλαίει. Κλαίει γιατί έχασε το παιδί της. Ο μονάκριβος της δεν υπάρχει πια. Δεν ζει. Εσύ έχεις πεθάνει γλυκό μου παιδί'' λέει με μια ανάσα και χάνεται το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίσθηκε.

Μαύρα.
Όλα είναι μαύρα.
Υπάρχω. Νιώθω.
Το ξέρω ότι είμαι εδώ αλλά δεν βλέπω τίποτα.
Σκοτάδι. 
Θα μείνω εδώ?
Για πάντα?
Στο σκοτάδι?

''Όλα είναι μαύρα. Έτσι πρέπει να είναι από εδώ και πέρα''.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άρθρο 25